- φορμοκοιτώ
- -έω, Ακοιμάμαι πάνω σε πλεκτό στρώμα, πάνω σε ψάθα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + -κοιτῶ (< -κοιτος < κοίτη), πρβλ. αἰθριο-κοιτῶ, σκληρο-κοιτῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φορμοκοιτῶ — φορμοκοιτέω sleep on a mat pres subj act 1st sg (attic epic doric) φορμοκοιτέω sleep on a mat pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)